μικρόφυλλος

μικρόφυλλος
μικρόφυλλος
with small leaves
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μικρόφυλλος — η, ο (Α μικρόφυλλος και σμικρόφυλλος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικρόφυλλο (θοτ.) πολύ μικρό φύλλο με μια μόνο νεύρωση, το οποίο είναι χαρακτηριστικό πολλών κατώτερων φυτών, όπως λ.χ. τών λυκοποδίων και τών βρυοφύτων αρχ. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • μικρόφυλλον — μικρόφυλλος with small leaves masc/fem acc sg μικρόφυλλος with small leaves neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροφύλλου — μικρόφυλλος with small leaves masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρόφυλλα — μικρόφυλλος with small leaves neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροφυλλοτέρα — μικροφυλλοτέρᾱ , μικρόφυλλος with small leaves fem nom/voc/acc comp dual μικροφυλλοτέρᾱ , μικρόφυλλος with small leaves fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

  • βαλτόχορτο — το το φυτό Εχινοφόρος ο μικρόφυλλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”